- ἴγδισμα
- ἴγδισμα, ατος, τό, (from ἰγδίζω, which is not found)A pounding: hence, a dance, in which the loins were moved like a pestle, EM464.51, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίγδισμα — ἴγδισμα, τὸ (Α) 1. κοπάνισμα 2. είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην αρχ. *ιγδίζω «κοπανώ με το γουδί»] … Dictionary of Greek
ἴγδισμα — pounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰγδίσματα — ἴγδισμα pounding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)